- κρυφοπερπατώ
- κρυφοπερπατάω αμετ. ходить на цыпочках, ходить тихо и осторожно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφοπερπατώ — και άω (Μ κρυφοπεριπατῶ, έω) περπατώ πολύ σιγά προσπαθώντας να μην γίνω αντιληπτός, να μη μέ ακούσουν ή να μη μέ δούν … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφοπερπάτημα — το [κρυφοπερπατώ] περπάτημα σιγανό και προσεκτικό ώστε να μην γίνεται αντιληπτό, να μην ακούγεται … Dictionary of Greek